βάζο

βάζο
το και βάζος, ο
1. γυάλινο ή μεταλλικό δοχείο για τη διατήρηση τροφίμων
2. ανθοδοχείο
3. ποτήρι ή κούπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vaso «αγγείο, δοχείο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βάζο — το (λ. ιταλ.), φορητό γυάλινο, πήλινο ή μετάλλινο δοχείο, το ανθοδοχείο: Βάλε τα λουλούδια στο βάζο! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… …   Dictionary of Greek

  • παναμάς — I O Παναμάς καταλαμβάνει το πιο στενό τμήμα του κεντροαμερικανικού ισθμού και προχωρεί σε σχήμα «S» από τη μεθόριο με την Kόστα Pίκα στα δυτικά ώς τη μεθόριο με την Kολομβία στα ανατολικά. Tα πιο διαμήκη σύνορα της χώρας όμως είναι τα φυσικά, που …   Dictionary of Greek

  • χειμωνανθός — (chimonanthus). Γένος φυτών της οικογένειας των καλυκανθιδών, της τάξης των πολυκαρπικών. Περιλαμβάνει φυλλοβόλους ή αειθαλείς θάμνους με αντίθετα φύλλα, ακέραια και αρωματικά άνθη, απέταλα, χωρίς σταθερό αριθμό, που βγαίνουν τον χειμώνα.… …   Dictionary of Greek

  • χειμώνανθος — (chimonanthus). Γένος φυτών της οικογένειας των καλυκανθιδών, της τάξης των πολυκαρπικών. Περιλαμβάνει φυλλοβόλους ή αειθαλείς θάμνους με αντίθετα φύλλα, ακέραια και αρωματικά άνθη, απέταλα, χωρίς σταθερό αριθμό, που βγαίνουν τον χειμώνα.… …   Dictionary of Greek

  • ικεμπάνα — Ιαπωνική τέχνη διατήρησης των λουλουδιών, μέσω ενός ειδικού συστήματος τοποθέτησής τους σε βάζα. Ο όρος σχηματίζεται από τις ιαπωνικές λέξεις ίκε ρου (= ζω, διατηρώ ζωντανό) και μπάνα (= λουλούδι). Οι πρώτες αρχές της ι. ανάγονται στον 6o αι. μ.Χ …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ασιατικής Τέχνης (Κερκύρας) — Η μοναδική στην Ελλάδα και μία από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη συλλογές έργων τέχνης της Ασίας, η οποία αποτελείται από έντεκα χιλιάδες περίπου αντικείμενα, εκτίθεται και πάλι ύστερα από πολλά χρόνια. Το ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου,… …   Dictionary of Greek

  • πορσελάνη — Σκληρότατο προϊόν της κεραμικής (η π. δεν χαράσσεται από χαλύβδινη αιχμή), αδιαπέραστο από το νερό, λευκό, ικανό ν’ αντισταθεί σε όλα τα χημικά αντιδραστήρια, εκτός από τα καυστικά αλκάλια και το υδροφθορικό οξύ. Η π. διακρίνεται σε σκληρή και σε …   Dictionary of Greek

  • Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …   Wikipedia Español

  • ανθοδοχείο — το δοχείο στο οποίο τοποθετούνται λουλούδια για διακόσμηση χώρων, βάζο, ανθογυάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + δοχείο. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”